εβραϊσμός

εβραϊσμός
ο
1. το να μιμείται κάποιος τους Εβραίους στους τρόπους, τα ήθη, να μιλάει τη γλώσσα τους, να τους συμπαθεί.
2. ιδιωματισμός της εβραϊκής γλώσσας (πρβλ. γαλλισμός).
3. το σύνολο των Εβραίων (πρβλ. ελληνισμός).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • εβραϊσμός — ο (Μ ἑβραϊσμός) 1. η αφηρημένη έννοια τού εβραΐζω 2. ιδιωματισμός τής εβραϊκής γλώσσας 3. το εβραϊκό έθνος …   Dictionary of Greek

  • Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”