- εβραϊσμός
- ο1. το να μιμείται κάποιος τους Εβραίους στους τρόπους, τα ήθη, να μιλάει τη γλώσσα τους, να τους συμπαθεί.2. ιδιωματισμός της εβραϊκής γλώσσας (πρβλ. γαλλισμός).3. το σύνολο των Εβραίων (πρβλ. ελληνισμός).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.